Επάτησα στα γερατεια το πρώτο σκαλοπάτι
κι ένιωσ' αμέσως στη ζωή να με πειράζει κάτι.
Κομάρες εις τα γόνατα, στην κεφαλή ζαλάδα,
τα κόκαλα μου στο κορμί να με πονούν αράδα.
Ανήφορο κατήφορο να μη μπορώ να βγάλω,
το 'να μου δόντι να πονεί και να μου βγαίνει τ' άλλο.
Τα μάτια μου μικράνανε κι όσο κι ανέ γρυλλώνω,
δεν το θωρώ το όμορφο να το ποκαμαρώνω.
Και συνεχώς βάζω γυαλιά κι αλλάσσω τό Άνα τΆ άλλο,
ούτε με τό Άνα συντηρώ ούτε θωρώ με τΆ άλλο.
Και μού Άρχεται και τα γυαλιά να πιάσω να τα σπάσω,
να βλαστημώ τη μοίρα μου σαν ήθελα γεράσω.
Κι ύστερα πάλι να σκεφτώ ίντα Άχω καμωμένα,
που ντρέπομαι να τα γροικώ και να τα γράφει η πέννα,
Και να του πω του Δερμιτζή, γύρευε τη δουλειά σου,
μην κυνηγάς το θηλυκό και κάτσε μπλιο στΆ αβγά σου.
Κι ευθύς καθίζω φρόνιμα κι αφήνω το κουτάλι,
μα μόλις βλέπω θηλυκό ξαναγρυλλώνω πάλι.
Και λέω ευθύς την παροιμιά πΆ όλος ο κόσμος λέει,
ό,τι παθαίνει το κορμί η κεφαλή τα φταίει.
Κι ο λύκος κι αν εγέρασε κι άλλαξε το μαλλί ντου,
ούτε τη γνώμη τΆ άλλαξε ούτε την κεφαλή ντου.
Μα πιο κακή, πιο ελεεινή, πιο τιποτένια αρρώστεια
δεν είνΆ απού τα γερατιά, Θε μου τση πέτρας δώσΆ τα.
Τση πέτρας που να τα βαστά γιατί ψυχή δεν έχει
και τούτανέ τα άδικα να τα σηκώσει αντέχει.
Ως είνΆ η κάθε μας ματιά σπίθα κι ακτινοβόλη,
έτσι και συντομότερη είνΆ η ζωή μας όλη.
Κι όμως να θησαυρίζομε σΆ όλους μας είναι ύμνο,
για να τραφεί η σάρκα μας πού Άναι και θά Άναι κτήνος.
Και μόνο μέσα στα χαρτιά παρέμεινε κι ετάφη.
αυτό που δίδαξε ο Χριστός, αγάπη, μόνο αγάπη
Αγάπη σΆ όλες τις μεριές, σΆ όλες τις κατευθύνσεις,
τότε θα λέγεσαι άνθρωπος κι ως άνθρωπος θα ζήσεις.
κι ένιωσ' αμέσως στη ζωή να με πειράζει κάτι.
Κομάρες εις τα γόνατα, στην κεφαλή ζαλάδα,
τα κόκαλα μου στο κορμί να με πονούν αράδα.
Ανήφορο κατήφορο να μη μπορώ να βγάλω,
το 'να μου δόντι να πονεί και να μου βγαίνει τ' άλλο.
Τα μάτια μου μικράνανε κι όσο κι ανέ γρυλλώνω,
δεν το θωρώ το όμορφο να το ποκαμαρώνω.
Και συνεχώς βάζω γυαλιά κι αλλάσσω τό Άνα τΆ άλλο,
ούτε με τό Άνα συντηρώ ούτε θωρώ με τΆ άλλο.
Και μού Άρχεται και τα γυαλιά να πιάσω να τα σπάσω,
να βλαστημώ τη μοίρα μου σαν ήθελα γεράσω.
Κι ύστερα πάλι να σκεφτώ ίντα Άχω καμωμένα,
που ντρέπομαι να τα γροικώ και να τα γράφει η πέννα,
Και να του πω του Δερμιτζή, γύρευε τη δουλειά σου,
μην κυνηγάς το θηλυκό και κάτσε μπλιο στΆ αβγά σου.
Κι ευθύς καθίζω φρόνιμα κι αφήνω το κουτάλι,
μα μόλις βλέπω θηλυκό ξαναγρυλλώνω πάλι.
Και λέω ευθύς την παροιμιά πΆ όλος ο κόσμος λέει,
ό,τι παθαίνει το κορμί η κεφαλή τα φταίει.
Κι ο λύκος κι αν εγέρασε κι άλλαξε το μαλλί ντου,
ούτε τη γνώμη τΆ άλλαξε ούτε την κεφαλή ντου.
Μα πιο κακή, πιο ελεεινή, πιο τιποτένια αρρώστεια
δεν είνΆ απού τα γερατιά, Θε μου τση πέτρας δώσΆ τα.
Τση πέτρας που να τα βαστά γιατί ψυχή δεν έχει
και τούτανέ τα άδικα να τα σηκώσει αντέχει.
Ως είνΆ η κάθε μας ματιά σπίθα κι ακτινοβόλη,
έτσι και συντομότερη είνΆ η ζωή μας όλη.
Κι όμως να θησαυρίζομε σΆ όλους μας είναι ύμνο,
για να τραφεί η σάρκα μας πού Άναι και θά Άναι κτήνος.
Και μόνο μέσα στα χαρτιά παρέμεινε κι ετάφη.
αυτό που δίδαξε ο Χριστός, αγάπη, μόνο αγάπη
Αγάπη σΆ όλες τις μεριές, σΆ όλες τις κατευθύνσεις,
τότε θα λέγεσαι άνθρωπος κι ως άνθρωπος θα ζήσεις.